- ἀᾶγής
- ἀ-ᾶγής, ές (ϝάγνῦμι): unbreakable, Od. 11.575.†
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ααγής — ἀαγής, ές (Α) [ἄγνυμι] άθραυστος, σκληρός … Dictionary of Greek
ἀαγής — ἀᾱγής , ἀαγής unbroken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀαγεῖς — ἀᾱγεῖς , ἀαγής unbroken masc/fem acc pl ἀᾱγεῖς , ἀαγής unbroken masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀαγές — ἀᾱγές , ἀαγής unbroken masc/fem voc sg ἀᾱγές , ἀαγής unbroken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
ἀαγέες — ἀᾱγέες , ἀαγής unbroken masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)